- ἦρχον
- ἄρχωto be firstimperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)ἄρχωto be firstimperf ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АЙСИМНЕТ — • Αίσυμνήτης, 1. см. Eurypylus, Еврипил; 2. слово, составленное, может быть, из αίσα (justa portio) и μιμνήσκω (помнящий о равной доле, о справедливости); в «Одиссее» (8, 258) означает выборных распорядителей состязаний; в… … Реальный словарь классических древностей
ALYBA — regio non procul a Mysia. Homer. Iliad. 2. Α᾿υτὰρ Α῾λιζώνων ὁ Δίος καὶ Ε᾿πίςροφος ἦρχον, Τηλόθεν ἐτρ Α᾿λύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐςτὶ γενέθλη. Hellanicus scribit, esse paludem Ponticam. Vide Chalybes … Hofmann J. Lexicon universale
ANIUS — I. ANIUS Apollinis fil. ex Rhea, et Rex in Delo; habuit Andrum filium. Virg. l. 4. Aen. v. 80. Rex Anius, Rex idem hominum, Phoebique sacerdos, Vittis et sacrâ redimitus tempora laurô Occurrit. Ubi Poeta Anium, Deli insulae Regem Sacerdotemque… … Hofmann J. Lexicon universale
ARCESILAS et ARCESILAUS — ARCESILAS, et ARCESILAUS Philosophus, Polemonis discipulus, in disputatione pertinacior, et magnô ingenii acumine, Cicer. l. 3. de Fin. Ex Pitane, Aeolica civitate, ortus, relictô genitali solô, Sardes perrexit: mox Athenas profectus in Academiam … Hofmann J. Lexicon universale
PAEAN — hymnus in laudem Apollinis, sicut Dithyrambus in laudem Bacchi, qui teste Polluce, post victoriam, nonnumquam etiam avertendorum malorum causa cani solebat. Καταχρηςτικῶς autem, pro omni Deorum laude, ponitur. Unde opous suum Pindarus, de Deorum… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόρρηση — η / πρόρρησις, ήσεως, ΝΑ [προλέγω] η πρόγνωση τού μέλλοντος, προφητεία αρχ. 1. συμβουλή που δίνεται σε κάποιον από πριν («μάχης δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν Ἀθηναίων», Θουκ.) 2. προκήρυξη 3. (ρητ.) προεισαγωγικός… … Dictionary of Greek
υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… … Dictionary of Greek
Αλόπη — I Μυθολογικό πρόσωπο, θυγατέρα του Κερκύονα ή Άκτορα. Την αγάπησε ο Ποσειδών από τον οποίο απέκτησε τον Ιπποθόοντα, επώνυμο ήρωα της Ιπποθοοντίδας φυλής. Για τον έρωτά της όμως αυτόν θανατώθηκε από τον πατέρα της και μεταμορφώθηκε σε πηγή. Για… … Dictionary of Greek